-
1 θρόνα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `flowers' as decoration in woven tissues and embroidery (Χ 441 θρόνα ποικίλα; from here ποικιλό-θρονος as surname of Aphrodite Sapph. 1, 1; thus also χρυσό-, ἀργυρό-θρονος a. o., see Lawler Phil Quart. 27, 80ff.), `flowers' as medicine and charm (hell. poets); after sch. on Theoc. 2, 59 the Thessalians called variegated embroidered figures (πεποικιλμένα ζῳ̃α), the Cypriots variegated clothes ( ἄνθινα ἱμάτια) θρόνα; H. glosses θρόνα both as `flowers' and as `colourful embroideries' ( θρόνα ἄνθη, καὶ τὰ ἐκ χρωμάτων ποικίλματα H.); cf. Bechtel Dial. 1, 448; Bowra JournofHellStud. 54, 73.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Starting from a hypothetical meaning `variegated' (Hoffmann BB 15, 86), Lidén Stud. 67f., 95f. compares Alb. drë-ri, drê-ni m. `deer' (prop. "the variegated"?; cf. on νεβρός), PAlb. * drani- (= ἀρανίς [for δρ-] ἔλαφος H. as Illyrian?), IE * dhroni-. Diff. Solmsen KZ 35, 474f.: θρόνα prop. `herbs, flowers' to Russ. dërn `lawn, grass' etc. (rejected by Lidén l. c., Vasmer s. dërn). Acc. to Stokes (s. Bq) to MIr. druine `embroidery'. - Fur. 189 compares τρόνα α᾽γάλματα, η ῥάμματα ἄνθινα H., which proves Pre-Greek origin; a `local' origin seems post probable.Page in Frisk: 1,686Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρόνα
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek